πρέπουσαν

πρέπουσαν
πρέπω
to be clearly seen
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • подобати — ПОДОБА|ТИ (2277), Ю, ѤТЬ гл. 1.Соответствовать, приличествовать: себе подобаюштеѥ испытаниѥ прииметь (τήν πρέπουσαν) КЕ XII, 22а; Иже мѧтежа ради. или пожара. или падень˫а или истопьленьѧ. полагаѥми покладежи. сице имѣють по въземлющему.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …   Dictionary of Greek

  • σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”